λαβυρινθικός

λαβυρινθικός
-ή, -ό [λαβύρινθος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαβύρινθο τού αφτιού (α. «λαβυρινθικό σύνδρομο» β. «λαβυρινθικός ύδρωψ»)
2. φρ. ζωολ. «λαβυρινθικό όργανο» — αναπνευστικό όργανο τών ψαριών που ανήκουν στην υπόταξη αναβαντοειδείς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”